- λαρνακόγυιος
- λαρνακόγυιος, -ον (Α)(το αρσ.) ὁ λαρνακόγυιοςπροσωνυμία τού Πανός.[ΕΤΥΜΟΛ. < λάρναξ, -ακος + -γυιος (< γυῖον «μέλος τού σώματος, χέρι»), πρβλ. ιμερό-γυιος, καμπεσί-γυιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαρνακόγυιον — λαρνακόγυιος hoof masc/fem acc sg λαρνακόγυιος hoof neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαρνακόγυιε — λαρνακόγυιος hoof masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυίον — γυῑον, το (Α) 1. μέλος τού σώματος 2. χέρι 3. ολόκληρο το σώμα 4. πληθ. γυῑα, τα α) τα μέλη τού σώματος («γυῑα λέλυντο», «τρόμος, κάματος λάβε γυῑα») β) τα χέρια 5. φρ. α) «γυῑα ποδῶν» τα πόδια β) «μητρός γυῑα» η μήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική… … Dictionary of Greek